- αστέρας
- ο (AM ἀστήρ, -έρος)1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ' Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο -Ευρ.)νεοελλ.1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρουμσν.- νεοελλ.(λειτουργ.) ο αστερίσκος*αρχ.-μσν.το άστρο της Βηθλεέμαρχ.1. η φλόγα, η λάμψη2. «ἀστὴρ πέτρινος» — ο αερόλιθος3. ο αστερίας4. κοινή ονομασία φυτικών ειδών του γένους Αστήρ5. ονομασία ωδικού πτηνού6. πηλός της Σάμου που τον χρησιμοποιούσαν για σφραγίδες καθώς και στη φαρμακευτική7. ονομασία διαφόρων ειδών φαρμάκων8. διακοσμητικό μοτίβο της αρχιτεκτονικής9. είδος επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άστρο].
Dictionary of Greek. 2013.